σπαρτίνη

σπαρτίνη
η, ΝΑ
νεοελλ.
βοτ. βλ. σπαρτίνα (Ι)
αρχ.
η σπάρτη*, σχοινί από σπάρτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τού επιθ. σπάρτινος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σπαρτίνη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαρτίνῃ — σπαρτίνη fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαρτίναις — σπαρτίνη fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαρτίνα — (I) και σπαρτίνη, η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια αγρωστώδη τής τάξης ποώδη και περιλαμβάνει 16 περίπου είδη πολυετών ποωδών φυτών που ευδοκιμούν στις παράκτιες περιοχές τής βόρειας και νότιας Αμερικής,… …   Dictionary of Greek

  • σπαρτίνας — σπαρτίνᾱς , σπαρτίνη fem acc pl σπαρτίνᾱς , σπαρτίνη fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαρτίναι — σπαρτίνᾱͅ , σπαρτίνη fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαρτίναν — σπαρτίνᾱν , σπαρτίνη fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”